- νομορήτωρ
- νομο-ρήτωρ, ορος, ὁ,A = ψηφισματοπώλης, Sch.Ar.Av.1038.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νομορήτορας — νομορήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)